παρατηρούμενα

παρατηρούμενα
παρατηρέω
watch closely
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παρατηρέω
watch closely
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοψία — η, Ν ιατρ. οπτική διαταραχή κατά την οποία τα παρατηρούμενα αντικείμενα παρουσιάζουν ορισμένο χρωματικό τόνο, που στην πραγματικότητα δεν έχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatopsia < χρώμα, ατος + ὄψις + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”